- φανταρία
- η, Ν1. ομάδα στρατιωτών ή πολλοί φαντάροι μαζί2. (με περιλπτ. σημ.) το πεζικό στο σύνολό του.[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. fantaria < ιταλ. fanteria < ισπ. infanteria «σωματοφυλακή τών ανήλικων πριγκίπων» < λατ. infans, -antis «παιδί»].
Dictionary of Greek. 2013.