φανταρία

φανταρία
η, Ν
1. ομάδα στρατιωτών ή πολλοί φαντάροι μαζί
2. (με περιλπτ. σημ.) το πεζικό στο σύνολό του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. fantaria < ιταλ. fanteria < ισπ. infanteria «σωματοφυλακή τών ανήλικων πριγκίπων» < λατ. infans, -antis «παιδί»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • φανταρία — η (λ. ιταλ.) 1. ομάδα φαντάρων, πολλοί φαντάροι μαζί: Το ζαχαροπλαστείο γεμίζει από φανταρία. 2. το σύνολο των φαντάρων, το σύνολο του πεζικού, το πεζικό, η πεζούρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -αρία — παραγωγική κατάλ. θηλ. ουσιαστικών της Νέας Ελληνικής, η οποία αποσπάστηκε από αφηρημένα ουσιαστικά σε ία, παράγωγα ονομάτων ουσιαστικών ή επιθέτων σε αρος πρβλ. αδέκαρος αδεκαρία, απένταρος απενταρία, φαντάρος φανταρία. Στη συνέχεια η κατάλ.… …   Dictionary of Greek

  • φαντάρος — ο, Ν στρατιώτης, κυρίως τού πεζικού («φαντάρε πού πας...»). [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από το ουσ. φανταρία βλ. λ.] …   Dictionary of Greek

  • Τατζικιστάν — H δημοκρατία του Tατζικιστάν δημιουργήθηκε μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης το 1992. Bρίσκεται στη νοτιοανατολική Kεντρική Aσία και συνορεύει βόρεια και δυτικά με το Oυζμπεκιστάν, βορειοανατολικά με το Kιργιστάν, ανατολικά με την Kίνα και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”